hebdomadier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hebdomadier < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛb.dɔ.ma.dje/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό hebdomadier hebdomadiers
θηλυκό hebdomadière hebdomadières

hebdomadier (fr)

  • κληρικός που εκτελεί ορισμένες εργασίες σε μια θρησκευτική κοινότητα για τη διάρκεια μιας βδομάδας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]