Μετάβαση στο περιεχόμενο

hopeful

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός hopeful
συγκριτικός more hopeful
υπερθετικός most hopeful

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hopeful < hope + -ful

Επίθετο

[επεξεργασία]

hopeful (en)

  1. για άτομο που έχει ή εκφράζει ελπίδα για κάτι
      I am very hopeful that…
    Έχω τη σταθερή ελπίδα ότι…
      I am very hopeful about the future.
    Έχω μεγάλες ελπίδες για το μέλλον.
      I began to feel hopeful again.
    Άρχισα να ελπίζω πάλι.
  2. ελπιδοφόρος, για κάτι που φέρνει ελπίδα
      The future seemed very hopeful.
    Το μέλλον φαίνονταν πολύ ελπιδοφόρο.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]