Μετάβαση στο περιεχόμενο

hope

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hope hopes

hope (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ελπίδα, η προσδοκία ότι κάτι καλύτερο θα συμβεί
    παράδειγμα  Don’t get his hopes up.
    Μην του δίνεις και πολλές ελπίδες.
    παράδειγμα  I’ll go in the hope of finding him at home.
    Θα πάω με την ελπίδα να τον βρω σπίτι.
    παράδειγμα  There is not much hope that he’ll succeed.
    Δεν υπάρχουν μεγάλες ελπίδες ότι θα πετύχει.
    παράδειγμα  Don’t rest your hopes on his promises.
    Μη στηρίζεις πολλές ελπίδες στις υποσχέσεις του.
    παράδειγμα  I had given up hope of him coming.
    Είχα πάψει να ελπίζω ότι θα έρθει.
    παράδειγμα  That gives me hope that…
    Αυτό με κάνει να ελπίζω ότι…
    παράδειγμα  The doctor is not giving us (any) hope.
    Ο γιατρός μας απέλπισαν.
    παράδειγμα  The doctor has given up hope for the patient./The doctor has lost hope for the patient.
    Ο γιατρός απελπίστηκε για τον άρρωστο.
    παράδειγμα  I had lost hope that I would ever seeing him again.
    Απελπίστηκα ότι θα τον ξανάβλεπα ποτέ.
  2. η ελπίδα, πρόσωπο που ενσαρκώνει την προσδοκία για κάτι θετικό
    παράδειγμα  You are my last hope./That loan is my last hope.
    Εσύ είσαι η τελευταία μου ελπίδα./Αυτό το δάνειο είναι η τελευταία μου ελπίδα.
ενεστώτας hope
γ΄ ενικό ενεστώτα hopes
αόριστος hoped
παθητική μετοχή hoped
ενεργητική μετοχή hoping

hope (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ελπίζω, μακάρι
    παράδειγμα  I hope to see him.
    Ελπίζω να τον ιδώ.
    παράδειγμα  -“Is he coming?” -“I hope so.”
    -«Θα έρθει;» -«Το ελπίζω
    παράδειγμα  I am hoping for better results next time.
    Ελπίζω σε καλύτερα αποτελέσματα την άλλη φορά.
    παράδειγμα  We never hoped for such a huge success.
    Ποτέ δεν ελπίζαμε τέτοια επιτυχία.
    παράδειγμα  I hope I remember it soon.
    Μακάρι να το θυμηθώ σύντομα.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]