hot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | hot |
συγκριτικός | hotter |
υπερθετικός | hottest |
Επίθετο[επεξεργασία]
hot (en)
- ζεστός, ζεσταίνομαι
- ↪ The sand is very hot.
- Η άμμος είναι πολύ ζεστή.
- ↪ I am getting very hot, open a window!
- Ζεσταίνομαι πολύ, άνοιξε ένα παράθυρο!
- ↪ It’s sunny and it’s hot.
- Έχει ήλιο και κάνει ζέστη.
- ↪ The sand is very hot.
- καυτερή γεύση