hum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hum hums

hum (en)

  • το βουητό
    the hum of distant traffic - το βουητό της κυκλοφορίας μακριά

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας hum
γ΄ ενικό ενεστώτα hums
αόριστος hummed
παθητική μετοχή hummed
ενεργητική μετοχή humming

hum (en)

  1. βουίζω, βομβώ
  2. (αργκό) δυσάρεστη οσμή

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επιφώνημα[επεξεργασία]

hum (fr)