idiom
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
idiom | idioms |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]idiom (en)
- το γλωσσικό ιδίωμα
- ⮡ the English idiom - το αγγλικό ιδίωμα
- το καλλιτεχνικό ιδίωμα (στιλ)
- ο ιδιωματισμός, ο ιδιωτισμός
- ⮡ English is full of idioms.
- Τα αγγλικά είναι γεμάτα ιδιωματισμούς.
- ⮡ English is full of idioms.
- (προγραμματισμός) μια δομή κώδικα που είναι χαρακτηριστική σε μια γλώσσα προγραμματισμού
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 383-384, 384. ISBN 9780194325684., λήμμα: ιδίωμα, ιδιωματισμός