imply
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
imply (en)
- βασίζομαι στην υπόθεση ότι ..., υποθέτω, (συνήθως στοχαστικά) προϋποθέτω
- υπονοώ συσχέτιση-συσχετισμό
- υποδηλώνω