imply

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

imply (en)

  1. βασίζομαι στην υπόθεση ότι ..., υποθέτω, (συνήθως στοχαστικά) προϋποθέτω
  2. υπονοώ συσχέτιση-συσχετισμό
  3. υποδηλώνω