impromptu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

impromptu (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πρόχειρος, χωρίς προετοιμασία ή προγραμματισμό
    ⮡  an impromptu speech - πρόχειρη ομιλία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



impromptu (fr)

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό impromptu impromptus
θηλυκό impromptue impromptues

Επίρρημα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. το αυτοσχέδιο ή πρόχειρο δημιούργημα
  2. (μουσική) σύντομη μουσική φόρμα αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα, συνήθως για σόλο όργανο