indice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
indice | indices |
indice (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈin.di.t͡ʃe/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
indice | indici |
indice (it) αρσενικό
- ο δείκτης