indice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
indice < λατινική indicium < indicō

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.dis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
indice indices

indice (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
indice < λατινική index (αιτιατική indicem) < indicō

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈin.di.t͡ʃe/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
indice indici

indice (it) αρσενικό