intereso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

intereso < interes- + -o

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική intereso interesoj
αιτιατική intereson interesojn

intereso (eo)

  1. το ενδιαφέρον
  2. η χρησιμότητα
  3. το κέρδος
  4. η τάση προς, η κλίση

interesso (ιντερέσο τό) = κέρδος, συμφέρον: «Αυτός κοιτάζει πολύ το ιντερέσο του»