interlope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
interlope interlopes

interlope (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παράνομος, λαθραίος
    → δείτε τη λέξη  contrebande
  2. ύποπτος
     συνώνυμα: suspect, louche

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
interlope interlopes

interlope (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) λαθρεμπορικό πλοίο