suspect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
suspect | suspects |
suspect (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | suspect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | suspects |
αόριστος | suspected |
παθητική μετοχή | suspected |
ενεργητική μετοχή | suspecting |
suspect (en)
- υποψιάζομαι, υποπτεύομαι
- (αμετάβατο) οσφραίνομαι
- ↪ I suspect he is stingy.
- Οσφραίνομαι τσιγκουνιά.
- ↪ I suspect he is stingy.
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 635. ISBN 9780194325684., λήμμα: οσφραίνομαι
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | suspect | suspects |
θηλυκό | suspecte | suspectes |
suspect (fr) αρσενικό