suspect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός suspect
συγκριτικός more suspect
υπερθετικός most suspect

suspect (en)

  1. ύποπτος, που μπορεί να είναι ψεύτικο και στο οποίο δεν μπορεί κανείς να βασιστεί
    ⮡  His statement is suspect.
    Η δήλωση του είναι ύποπτη.
  2. ύποπτος, που υποπτεύομαι ότι είναι επικίνδυνο ή παράνομο
    ⮡  suspect transactions - ύποπτες συναλλαγές
    ⮡  His behavior seems suspect to me.
    Η συμπεριφορά του μου φαίνεται ύποπτη.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
suspect suspects

suspect (en)

  • ο ύποπτος
    ⮡  The police are following the suspect.
    Η αστυνομία ακολουθεί τον ύποπτο.
ενεστώτας suspect
γ΄ ενικό ενεστώτα suspects
αόριστος suspected
παθητική μετοχή suspected
ενεργητική μετοχή suspecting

suspect (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, οσφραίνομαι, θεωρώ ότι κάτι είναι μάλλον αλήθεια ή πιθανό να συμβεί, συνήθως κάτι κακό, αλλά χωρίς να έχω γι' αυτό επαρκή στοιχεία
    ⮡  I suspect that they will lay us off.
    Υποψιάζομαι ότι θα μας απολύσουν.
    ⮡  I suspect she’s cheating on me.
    Υποψιάζομαι ότι με απατά.
    ⮡  The doctor suspects pneumonia.
    Ο γιατρός υποπτεύεται πνευμονία.
    ⮡  I suspect he came for the money.
    Υποπτεύομαι ότι ήρθε για λεφτά.
    ⮡  There are opportunities you wouldn’t even suspect.
    Υπάρχουν ευκαιρίες που ούτε καν τις υποπτεύεσαι.
    ⮡  I suspect he is stingy.
    Οσφραίνομαι τσιγκουνιά.
  2. (μεταβατικό) υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, θεωρώ ότι κάποιος είναι ένοχος για κάτι, χωρίς να έχω γι' αυτό επαρκή στοιχεία
    ⮡  Who do the police suspect?
    Ποιον υποψιάζεται η αστυνομία;
    ⮡  He is suspected of being a spy./They suspect he’s a spy.
    Τον υποψιάζονται για κατάσκοπο.
    ⮡  Make sure not to let them suspect you./Make sure they don’t suspect you.
    Κοίτα μη σε υποψιαστούνε.
    ⮡  They suspect him of stealing./He is suspected of theft.
    Τον υποπτεύονται για κλοπή.
    ⮡  The police suspect him.
    Τον υποπτεύεται η αστυνομία.
  3. (μεταβατικό) έχω αμφιβολίες για κάτι, πιστεύω ότι κάτι δεν είναι απολύτως σωστό, νόμιμο ή έντιμο, χωρίς να έχω καμία απόδειξη· δεν εμπιστεύομαι κάτι
    ⮡  I suspect the truth of his story.
    Έχω αμφιβολίες για την αλήθεια της ιστορίας του.



Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό suspect suspects
θηλυκό suspecte suspectes

suspect (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]