suspect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | suspect |
συγκριτικός | more suspect |
υπερθετικός | most suspect |
suspect (en)
- ύποπτος, που μπορεί να είναι ψεύτικο και στο οποίο δεν μπορεί κανείς να βασιστεί
- ⮡ His statement is suspect.
- Η δήλωση του είναι ύποπτη.
- ⮡ His statement is suspect.
- ύποπτος, που υποπτεύομαι ότι είναι επικίνδυνο ή παράνομο
- ⮡ suspect transactions - ύποπτες συναλλαγές
- ⮡ His behavior seems suspect to me.
- Η συμπεριφορά του μου φαίνεται ύποπτη.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
suspect | suspects |
suspect (en)
- ο ύποπτος
- ⮡ The police are following the suspect.
- Η αστυνομία ακολουθεί τον ύποπτο.
- ⮡ The police are following the suspect.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | suspect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | suspects |
αόριστος | suspected |
παθητική μετοχή | suspected |
ενεργητική μετοχή | suspecting |
suspect (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, οσφραίνομαι, θεωρώ ότι κάτι είναι μάλλον αλήθεια ή πιθανό να συμβεί, συνήθως κάτι κακό, αλλά χωρίς να έχω γι' αυτό επαρκή στοιχεία
- ⮡ I suspect that they will lay us off.
- Υποψιάζομαι ότι θα μας απολύσουν.
- ⮡ I suspect she’s cheating on me.
- Υποψιάζομαι ότι με απατά.
- ⮡ The doctor suspects pneumonia.
- Ο γιατρός υποπτεύεται πνευμονία.
- ⮡ I suspect he came for the money.
- Υποπτεύομαι ότι ήρθε για λεφτά.
- ⮡ There are opportunities you wouldn’t even suspect.
- Υπάρχουν ευκαιρίες που ούτε καν τις υποπτεύεσαι.
- ⮡ I suspect he is stingy.
- Οσφραίνομαι τσιγκουνιά.
- ⮡ I suspect that they will lay us off.
- (μεταβατικό) υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, θεωρώ ότι κάποιος είναι ένοχος για κάτι, χωρίς να έχω γι' αυτό επαρκή στοιχεία
- ⮡ Who do the police suspect?
- Ποιον υποψιάζεται η αστυνομία;
- ⮡ He is suspected of being a spy./They suspect he’s a spy.
- Τον υποψιάζονται για κατάσκοπο.
- ⮡ Make sure not to let them suspect you./Make sure they don’t suspect you.
- Κοίτα μη σε υποψιαστούνε.
- ⮡ They suspect him of stealing./He is suspected of theft.
- Τον υποπτεύονται για κλοπή.
- ⮡ The police suspect him.
- Τον υποπτεύεται η αστυνομία.
- ⮡ Who do the police suspect?
- (μεταβατικό) έχω αμφιβολίες για κάτι, πιστεύω ότι κάτι δεν είναι απολύτως σωστό, νόμιμο ή έντιμο, χωρίς να έχω καμία απόδειξη· δεν εμπιστεύομαι κάτι
- ⮡ I suspect the truth of his story.
- Έχω αμφιβολίες για την αλήθεια της ιστορίας του.
- ⮡ I suspect the truth of his story.
Πηγές
[επεξεργασία]- suspect (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- suspect (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- suspect (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 635. ISBN 9780194325684., λήμμα: οσφραίνομαι
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | suspect | suspects |
θηλυκό | suspecte | suspectes |
suspect (fr) αρσενικό