λαθρεμπορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαθρεμπορικός < λαθρέμπορος
Επίθετο
[επεξεργασία]λαθρεμπορικός -ή -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στους λαθρεμπόρους και το λαθρεμπόριο
- λαθρεμπορικό σκάφος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαθρεμπορικός
|