λαθρεμπορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαθρεμπορικός η λαθρεμπορική το λαθρεμπορικό
      γενική του λαθρεμπορικού της λαθρεμπορικής του λαθρεμπορικού
    αιτιατική τον λαθρεμπορικό τη λαθρεμπορική το λαθρεμπορικό
     κλητική λαθρεμπορικέ λαθρεμπορική λαθρεμπορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαθρεμπορικοί οι λαθρεμπορικές τα λαθρεμπορικά
      γενική των λαθρεμπορικών των λαθρεμπορικών των λαθρεμπορικών
    αιτιατική τους λαθρεμπορικούς τις λαθρεμπορικές τα λαθρεμπορικά
     κλητική λαθρεμπορικοί λαθρεμπορικές λαθρεμπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαθρεμπορικός < λαθρέμπορος

Επίθετο[επεξεργασία]

λαθρεμπορικός -ή -ό

λαθρεμπορικό σκάφος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]