internat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
internat | internats |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
internat (fr) αρσενικό
- η κατάσταση ενός μαθητή που κατοικεί μέσα σε ένα ίδρυμα
- (κατ’ επέκταση) το ίδιο το ίδρυμα, το οικοτροφείο
- η εξάσκηση στο νοσοκομείο ενός φοιτητή ιατρικής· η διάρκεια αυτής της εξάσκησης
- ο διαγωνισμός χάρη στον οποίο αποκτάται ο τίτλος που δίνει το δικαίωμα εξάσκησης στο νοσοκομείο