iterator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

iterator (en)

  1. (κυριολεκτικά) κάποιος ή κάτι που επαναλαμβάνει
  2. (προγραμματισμός) υποπρόγραμμα που σαρώνει το ένα μετά το άλλο τα στοιχεία ενός σειραϊκού (sequential) τύπου δεδομένων
  3. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αντικείμενο που δημιουργείται από ένα iterable αντικείμενο και μπορεί να σαρώσει το ένα μετά το άλλο τα στοιχεία (αντικείμενα) που περιέχει το iterable αντικείμενο. Περιέχει πάντα μία μέθοδο που επιστρέφει το επόμενο (next) στη σειρά στοιχείο του iterable
    ※  Technically, in Python, an iterator is an object which implements the iterator protocol, which consist of the methods __iter__() and __next__().[1]
    λείπει η μετάφραση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • iterator στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) «Python Iterators». Προσπέλαση 2020-03-25