jut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | jut |
γ΄ ενικό ενεστώτα | juts |
αόριστος | jutted |
παθητική μετοχή | jutted |
ενεργητική μετοχή | jutting |
Ρήμα
[επεξεργασία]jut (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
Πηγές
[επεξεργασία]- jut - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 737. ISBN 9780194325684., λήμμα: προεξέχω