kanalizacja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kanalizacja kanalizacje
γενική kanalizacji kanalizacji(/kanalizacyj)
δοτική kanalizacji kanalizacjom
αιτιατική kanalizac kanalizacje
οργανική kanalizac kanalizacjami
τοπική kanalizacji kanalizacjach
κλητική kanalizacjo kanalizacje

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kanalizacja (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τις λέξεις kanał και pl