Μετάβαση στο περιεχόμενο

knowledgeable

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός knowledgeable
συγκριτικός more knowledgeable
υπερθετικός most knowledgeable

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
knowledgeable < knowledge + -able

Επίθετο

[επεξεργασία]
  • γνώστης, ενημερωμένος
      He’s knowledgeable about cars.
    Είναι γνώστης του αυτοκινήτου.
      He is knowledgeable on the pop music topics.
    Είναι ενημερωμένος στα θέματα μουσικής ποπ.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη learned