kompanio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kompanio | kompanioj |
αιτιατική | kompanion | kompaniojn |
kompanio (eo)
- συγκρότημα, ομάδα, γκρουπ
- εταιρεία (συνήθως ως β' συνθετικό)
- flugkompanio, αεροπορική εταιρεία