konewka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική konewka konewki
γενική konewki konewek
δοτική konewce konewkom
αιτιατική konew konewki
οργανική konew konewkami
τοπική konewce konewkach
κλητική konewko konewki

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

konewka (pl) θηλυκό