lénifiant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lénifiant < lénifier
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /le.ni.fjɑ̃/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lénifiant | lénifiants |
θηλυκό | lénifiante | lénifiantes |
lénifiant (fr)