latitude
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
latitude | latitudes |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈlætɪtuːd/ (ΗΠΑ), /ˈlætɪtjuːd/ (ΗΒ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]latitude (en)
- (γεωγραφία) το γεωγραφικό πλάτος
- η σχετική χαλαρότητα κατά την εφαρμογή νόμων και κανονισμών, η σχετική ελευθερία από περιορισμούς
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
latitude | latitudes |
latitude (fr) θηλυκό
- (γεωγραφία) το γεωγραφικό πλάτος
- η σχετική χαλαρότητα κατά την εφαρμογή νόμων και κανονισμών, η σχετική ελευθερία από περιορισμούς