latitude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
latitude latitudes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlætɪtuːd/ (ΗΠΑ), /ˈlætɪtjuːd/ (ΗΒ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

latitude (en)

  1. (γεωγραφία) το γεωγραφικό πλάτος
     αντώνυμα: longitude
  2. η σχετική χαλαρότητα κατά την εφαρμογή νόμων και κανονισμών, η σχετική ελευθερία από περιορισμούς



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /la.ti.tyd/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
latitude latitudes

latitude (fr) θηλυκό

  1. (γεωγραφία) το γεωγραφικό πλάτος
     αντώνυμα: longitude
  2. η σχετική χαλαρότητα κατά την εφαρμογή νόμων και κανονισμών, η σχετική ελευθερία από περιορισμούς