laughing stock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Σύνθετο Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laughing stock (en)
- ρεντίκολο, αντικείμενο χλεύης, αντικείμενο χλευασμού, ρόμπας, ρόμπα φάση
- ρεζίλης
- αποτυχημένος