laughing stock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Σύνθετο Ουσιαστικό[επεξεργασία]

laughing stock (en)

  • ρεντίκολο, αντικείμενο χλεύης, αντικείμενο χλευασμού, ρόμπας, ρόμπα φάση
  • ρεζίλης
  • αποτυχημένος

Συνώνυμα[επεξεργασία]



ανεπίσημα[επεξεργασία]