leer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
leer (en)
- λαγνοκοιτάζω, λαγνοκοιτάω, λαγνοκοιτώ, καυλοκοιτάζω, καυλοκοιτάω, καυλοκοιτώ
- λοξοκοιτάζω-λοξοκοιτάω-λοξοκοιτώ με εχθρική διάθεση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
leer (en)
- η λοξή ματιά που δείχνει εχθρική διάθεση ή σεξουαλική επιθυμία
- (παρωχημένο) το μάγουλο ή γενικότερα το πρόσωπο, η εμφάνιση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
leer (de)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
leer (es)