lepus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Lepus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lepus (it)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lepus (la)

  1. (θηλαστικό ζώο) λαγός
  2. δηλητηριώδες ψάρι στο χρώμα του λαγού
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lepus lepŏrēs
γενική lepŏris lepŏrum
δοτική lepŏrī lepŏribus
αιτιατική lepŏrem lepŏrēs
κλητική lepus lepŏrēs
αφαιρετική lepŏre lepŏribus
(γ' κλίση)