lewd
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | lewd |
συγκριτικός | lewder |
υπερθετικός | lewdest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lewd < μέση αγγλική lewed
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
lewd (en)