lonely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός lonely
συγκριτικός lonelier
υπερθετικός loneliest

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lonely < lone + -ly

Επίθετο[επεξεργασία]

lonely (en)

  • μοναχικός, μόνος, λυπημένος και περασμένος μόνος
    a lonely life - μια μοναχική ζωή
    a lonely traveler - ένας μοναχικός ταξιδιώτης
    I feel lonely.
    Νιώθω μόνος (=μοναξιά).

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]