lupa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lupa (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lupa | lupae |
γενική | lupae | lupārum |
δοτική | lupae | lupīs |
αιτιατική | lupam | lupās |
κλητική | lupa | lupae |
αφαιρετική | lupā | lupīs |
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lupa (fi)