mémoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mémoire | mémoires |
mémoire (fr) θηλυκό
- η μνήμη, η θύμηση
- το απομνημόνευμα
- (πληροφορική) mémoire vive - η μνήμη των υπολογιστών
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mémoire | mémoires |
mémoire (fr) αρσενικό