απομνημόνευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απομνημόνευμα < (ελληνιστική κοινή) απομνημόνευμα σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mémoires)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απομνημόνευμα ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: απομνημονεύματα) γραπτή καταγραφή προσωπικών δράσεων και ιστορικών γεγονότων που επηρεάστηκαν ή διαμορφώθηκαν απ’ αυτές και (κατ’ επέκταση) το σχετικό λογοτεχνικό είδος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απομνημονευματικός
- απομνημονευματογραφία
- απομνημονευματογραφικός
- απομνημονευματογράφος
- → δείτε τις λέξεις απομνημονεύω και μνήμη