materiale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
materiale materiali

materiale (it)

  1. υλικός
  2. τραχύς, άξεστος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
materiale materiali

materiale (it)

  1. υλικό, ουσία
  2. σκληρό πρόσωπο