melon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
melon | melons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
melon (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
melon | melons |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
melon (fr) αρσενικό
- (βοτανική) η πεπονιά
- (φρούτο) το πεπόνι
- (ενδυμασία) είδος καπέλου
- (χυδαίο) (υβριστικό) άτομο αραβικής καταγωγής
- (αργκό) (Γαλλία) πρωτοετής φοιτητής της στρατιωτικής σχολής Saint-Cyr
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
melon (eo)
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
melon (pl)