πεπόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεπόνι | τα | πεπόνια |
γενική | του | πεπονιού | των | πεπονιών |
αιτιατική | το | πεπόνι | τα | πεπόνια |
κλητική | πεπόνι | πεπόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεπόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεπόνι < ελληνιστική κοινή πεπόνιον < αρχαία ελληνική (σίκυος) πέπων < πέπτω < πέσσω < πρωτοελληνική *péťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /peˈpo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐πό‐νι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεπόνι ουδέτερο
- (φρούτο) ο καρπός της πεπονιάς, με σχήμα ωοειδές ή σφαιρικό, χρώμα κιτρινωπό ή πρασινωπό και γλυκιά γεύση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παροιμίες
[επεξεργασία]- όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι: αυτός που έχει την εξουσία και τη δύναμη απολαμβάνει τα αγαθά
- ≈ συνώνυμα: έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι
- η γριά το μεσοχείμωνο πεπόνι ορέχτηκε: δηλώνει άκαιρη επιθυμία
- ≈ συνώνυμα: η γριά το μεσοχείμωνο νεράγγουρο γυρεύει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πεπόνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)