πέπων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πέπων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέπων (ώριμος, γλυκός), σίκυος πέπων (το πεπόνι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πέπων αρσενικό (καθαρεύουσα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πέπων | τὸ | πέπον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πέπονος | τοῦ | πέπονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πέπονῐ | τῷ | πέπονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πέπονᾰ - πέπω | τὸ | πέπον | ||
κλητική ὦ! | πέπον | πέπον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πέπονες - πέπους | τὰ | πέπονᾰ - πέπω | ||
γενική | τῶν | πεπόνων | τῶν | πεπόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πέποσῐ(ν) | τοῖς | πέποσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πέπονᾰς - πέπους | τὰ | πέπονᾰ - πέπω | ||
κλητική ὦ! | πέπονες - πέπους | πέπονᾰ - πέπω | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πέπονε | τὼ | πέπονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεπόνοιν | τοῖν | πεπόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «πλέων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]πέπων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω) απ' όπου και πέπτω < πέσσω (ωριμάζω) [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]πέπων, -ων, -ον, γενική -ονος, συγκριτικός : πεπαίτερος, υπερθετικός : πεπαίτατος
- (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος
- γλυκός, ευχάριστος
- ήπιος, μαλακός
- πράος
- (προσφώνηση) (για άτομα ή ζώα) προσφιλής προσφώνηση: καλέ μου, χρυσέ μου
- (μεταφορικά) μαλθακός
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- σίκυος πέπων (το πεπόνι)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πέπονα ποιῶ (τινα): μαστιγώνω κάποιον «μαλακώνοντάς» του τα πλευρά
Απόγονοι}}
[επεξεργασία]πέπων (αρχαία ελληνικά)
- ↷ αλβανικά: pjep, pjepër
- ↷ λατινικά: pepo
- → ισπανικά: pepón, pepino
- ↷ μέση γαλλική: pompon
- → πορτογαλικά: pepino
- → ρουμανικά: pepene
- → αρωμουνικά: peapine, piponj
→ και δείτε πέπων#Descendants & pepo#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πεπόνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- πέπων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέπων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Φρούτα (καθαρεύουσα)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μείζων' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'πλέων' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)