σίκυος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σίκυος οἱ σίκυοι
      γενική τοῦ σικύου τῶν σικύων
      δοτική τῷ σικύ τοῖς σικύοις
    αιτιατική τὸν σίκυον τοὺς σικύους
     κλητική ! σίκυε σίκυοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σικύω
γεν-δοτ τοῖν  σικύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σίκυος < σικύα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σίκυος αρσενικό (σῐκῠός)

  1. (φυτό) αγγουριά
  2. (λαχανικό)αγγούρι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]