Μετάβαση στο περιεχόμενο

metr

Από Βικιλεξικό

Πολωνικά (pl)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

metr <

  1. (άμεσο δάνειο) γαλλική mètre < αρχαία ελληνική μέτρον
  2. (λογοτεχνικό) (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική μέτρον
  3. (άμεσο δάνειο) γαλλική maître


Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

metr (pl) αρσενικό

  1. μέτρο
  2. (γεωργία) εκατόκιλο
  3. (παρωχημένο) δάσκαλος

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Τσεχικά (cs)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

metr (cs) αρσενικό

  1. μέτρο