modal auxiliary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
modal auxiliary | modal auxiliaries |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
modal auxiliary (en)
- (γραμματική) βοηθητικό τροπικό (εννοείται: ρήμα) → δείτε τον όρο βοηθητικό ρήμα τροπικότητας
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο modal verb