mordant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mordant | mordants |
θηλυκό | mordante | mordantes |
mordant (fr)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mordant | mordants |
mordant (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) ουσία χάρη στην οποία τα χρώματα σταθεροποιούνται πάνω σε ορισμένα υφάσματα
- (μεταφορικά) δηκτικότητα
- ενθουσιασμός, ζήλος
- (μουσική) το μορντάν (ποίκιλμα)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- mordant - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé