movable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός movable
συγκριτικός more movable
υπερθετικός most movable

Επίθετο

[επεξεργασία]

movable (en)

  • κινητός, που μπορεί να μετακινηθεί από τη μια θέση στην άλλη
    ⮡  The movable wall can change position depending on needs.
    Ο κινητός τοίχος μπορεί να αλλάξει θέση ανάλογα με τις ανάγκες.
    ⮡  This table is movable and can be easily transported.
    Αυτό το τραπέζι είναι κινητό και μπορεί να μετακινηθεί εύκολα.
    ⮡  The movable arm of the machine aids in assembly.
    Ο κινητός βραχίονας του μηχανήματος βοηθά στη συναρμολόγηση.
    ⮡  The date of the meeting is movable.
    Η ημερομηνία της συνάντησης είναι κινητή.
     αντώνυμα: unmovable

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]