move along

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας move along
γ΄ ενικό ενεστώτα moves along
αόριστος moved along
παθητική μετοχή moved along
ενεργητική μετοχή moving along

Ετυμολογία [επεξεργασία]

move along < → δείτε τις λέξεις move και along

Ρήμα[επεξεργασία]

move along (en)

  • προχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω σε μια νέα θέση, ειδικά για να κάνω χώρο για άλλους ανθρώπους
    Move along the aisle, please,” said the conductor.
    «Προχωρείτε στο διάδρομος, παρακαλώ,» είπε ο εισπράκτορας.
    Move along!” said the policeman.
    «Απομακρυνθείτε!» είπε ο αστυφύλακας.
     συνώνυμα: move on

Πηγές[επεξεργασία]