mule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mule (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mule | mules |
mule (fr) θηλυκό
- (ζωολογία) το μουλάρι
- (αργκό) μεταφορέας ναρκωτικών
- είδος παντόφλας με ή χωρίς τακούνι, για το σπίτι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- tête de mule: ξεροκέφαλος