muse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
muse muses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
muse < μέση γαλλική muse < λατινική Mūsa < αρχαία ελληνική Μοῦσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

muse (en)

  • η μούσα
    You are my muse.
    Είσαι η μούσα μου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

muse (fr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

muse (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

muse (no)