Μετάβαση στο περιεχόμενο

negatively

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός negatively
συγκριτικός more negatively
υπερθετικός most negatively

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
negatively < negative + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

negatively (en)

  1. αρνητικά, με κακό ή επιβλαβή τρόπο
      The new measures are negatively affecting the economy.
    Τα νέα μέτρα επιδρούν αρνητικά στην οικονομία.
  2. αρνητικά, με τρόπο που εκφράζει την απάντηση «όχι»
      He answered negatively.
    Απάντησε αρνητικά.
     συνώνυμα: in the negative

Αντώνυμα

[επεξεργασία]