nocino

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
nocino nocini

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nocino < noce (καρύδι) + -ino

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /noˈt͡ʃi.no/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nocino (it) αρσενικό

  1. (παιχνίδι) παιδικό παιχνίδι στο οποίο καρύδια πετάγονται προς μια πυραμίδας τεσσάρων άλλων καρυδιών
  2. (ποτό) κολλώδες ιταλικό λικέρ που παρασκευάζεται από άγουρα πράσινα καρύδια εμποτισμένα σε οινόπνευμα

Πηγές[επεξεργασία]