Μετάβαση στο περιεχόμενο

noisily

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός noisily
συγκριτικός more noisily
υπερθετικός most noisily

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
noisily < noisy + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

noisily (en)

  • θορυβωδώς
      Every day Turkish fighter jets noisily fly over Greek tourist islands.
    Κάθε μέρα τουρκικά μαχητικά υπερίπτανται θορυβωδώς πάνω από ελληνικά τουριστικά νησιά.