occasion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
occasion | occasions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
occasion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ευκαιρία
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
κατάλληλες προθέσεις:
- occasion of : περίσταση που συνέβη κάτι
- οccasion for : ευνοϊκή περίσταση ώστε να συμβεί (δυνητικά) κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- occasion - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
- occasion - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
occasion | occasions |
occasion (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- occasion - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé