okoliczność

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική okoliczność okoliczności
γενική okoliczności okoliczności
δοτική okoliczności okolicznościom
αιτιατική okoliczność okoliczności
οργανική okolicznością okolicznościami
τοπική okoliczności okolicznościach
κλητική okoliczności okoliczności

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

okoliczność (pl) θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]