organiziĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | organiziĝo | organiziĝoj |
αιτιατική | organiziĝon | organiziĝojn |
organiziĝo (eo)
- η οργάνωση, ο σχηματισμός
Παράγωγα[επεξεργασία]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- organizigho στο H-sistemo
- organizigxo στο X-sistemo