overwhelm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
- απαυδώ, καταβάλλω, διαλύω, επιβαρύνω, κυριεύω ψυχικά
- προκαλώ το δέος
- πέφτω πολύς (μη διαχειρίσιμος) για κάποιον (όντας άνθρωπος, ζώο, πράγμα ή κατάσταση)
- συνταράσσω, συνταράζω, κλονίζω, συγκλονίζω
- καταπλακώνω, θάβω, πνίγω, πλημμυρίζω, κατακλύζω