overwhelm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

overwhelm (en)

  1. κατακλύζω, καλύπτω εντελώς, θάβω, πλημμυρίζω
  2. συντρίβω, κατανικώ, τσακίζω
  3. παραφορτώνω κάποιον· κάνω κάποιον να τα χάσει (λ.χ. από ντροπή, χαρά κ.λπ.), τον σκλαβώνω (λ.χ. με εγκώμια)
  4. γίνομαι έξαλλος