pâté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: pate, paté, páté, pâte, patě, Pate
      ενικός         πληθυντικός  
pâté pâtés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pâté (fr) αρσενικό

  1. (γαστρονομία) το πατέ
  2. (μεταφορικά) (οικείο) στρουμπουλό παιδί
  3. (πολεοδομία) οικοδομικό τετράγωνο, επιφάνεια που περικλείεται από τέσσερις δρόμους
  4. (στρατιωτικός όρος) οικοδόμημα που περιβρέχεται από θάλασσα, ποτάμι, λίμνη, κ.α.

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]